- ψηλόλιγνος
- lanky
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ψηλόλιγνος — η, ο, Ν ψηλός και λιγνός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + λιγνός] … Dictionary of Greek
ψηλόλιγνος — η, ο ο ψηλός και λιγνός, ο ψηλός και αδύνατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέκας — ο, Ν [στέκα] ψηλόλιγνος άντρας σαν στέκα τού μπιλιάρδου … Dictionary of Greek
Λι, Κρίστοφερ — (Christopher Lee, Λονδίνο 1922 –). Βρετανός ηθοποιός. Ψηλόλιγνος, με σπουδαία άρθρωση και με εκφραστικά χαρακτηριστικά προσώπου, συνέδεσε το όνομά του με την αναβίωση στη σύγχρονη εποχή του κινηματογραφικού μύθου του Δράκουλα. Πρωτοεμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
ψηλολέλεκας — ο ο ψηλός και αδύνατος συνάμα, ο ψηλόλιγνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)